- ἐνθυμεῖσθαι
- ἐνθυμέομαιlay to heartpres inf mp (attic epic)ἐνθῡμεῖσθαι , ἐνθυμέομαιlay to heartpres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
ἐνθυμεῖσθ' — ἐνθυμεῖσθε , ἐνθυμέομαι lay to heart pres imperat mp 2nd pl (attic epic) ἐνθυμεῖσθε , ἐνθυμέομαι lay to heart pres opt mp 2nd pl (epic ionic) ἐνθυμεῖσθε , ἐνθυμέομαι lay to heart pres ind mp 2nd pl (attic epic) ἐνθῡμεῖσθε , ἐνθυμέομαι lay to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в … Православная энциклопедия